- Ερμιόναν
- ἙρμιόνανἙρμιόνᾱν , Ἑρμιόνηfem acc sg (doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Ἑρμιόναν — Ἑρμιόνᾱν , Ἑρμιόνη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέορτος — νέορτος, ον (Α) 1. (για πρόσ.) αυτός που μόλις παρουσιάστηκε, πρόσφατος, νέος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νέορτος νεανίας, έφηβος («τὰν νέορτον Ἑρμιόναν», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νέορτον πρόσφατο συμβάν («τί δ ἐστίν, ὦ παῑ Λαΐον νέορτον αὖ;», Σοφ.) … Dictionary of Greek